πιτσιλίζω

πιτσιλίζω
[пицилизо] р. обрызгивать (грязью и т. п ).

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πιτσιλίζω" в других словарях:

  • πιτσιλίζω — πιτσιλίζω, πιτσίλισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. πιτσιλάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πιτσιλίζω — και πιτσιλώ πιτσίλισα, πιτσιλίστηκα, πιτσιλισμένος, ρίχνω σταγόνες νερού ή υγρού: Πέρασε το αυτοκίνητο και με πιτσίλισε με τα νερά του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιτσιλίζω — Ν (δ. γρφ.) βλ. πιτσυλίζω …   Dictionary of Greek

  • πιτσυλάδα — και (δ. γρφ.) πιτσιλάδα, η, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] στίγμα τής επιδερμίδας, φακίδα, εφηλίδα …   Dictionary of Greek

  • πιτσυλίζω — και δ. γρφ. πιτσιλίζω και πιτσιλώ, άω, Ν πετώ, εκσφενδονίζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνες υγρού, ιδίως ακάθαρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτσυλίζω < αρχ. πιτυλίζω < πίτυλος «κρότος τού κουπιού που χτυπά το νερό». Ο τ. πιτσιλώ σχηματίστηκε κατά… …   Dictionary of Greek

  • πιτσυλιά — και, δ. γρφ. πιτσιλιά, η, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] κηλίδα που οφείλεται σε πιτσύλισμα …   Dictionary of Greek

  • πιτσυλιστός — και πιτσιλιστός, ή, ό, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] 1. διάσπαρτος με πιτσυλιές, κηλίδες 2. αυτός που γίνεται με πιτσύλισμα («πιτσυλιστό επίχρισμα τοίχου») …   Dictionary of Greek

  • πιτσύλισμα — και πιτσίλισμα, το, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πιτσυλίζω, η εξακόντιση πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνων υγρού, ιδίως ακάθαρτου …   Dictionary of Greek

  • ραντουρίζω — και ραντουρώ, άω, Ν ραντίζω, πιτσιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντίζω κατά τα ρ. σε ουρίζω (πρβλ. κλαψ ουρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • πιτσίλισμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πιτσιλίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψεκάζω — ψέκασα, ψεκάστηκα, ψεκασμένος, ραντίζω κάτι, πιτσιλίζω, εκσφενδονίζω υγρό με ψεκαστήρα: Την εποχή αυτή ψεκάζουν τα δέντρα αυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»